- τάπης
- τάπης, ητος: rug, coverlet, laid upon chairs or beds. (See cuts Nos. 69, 105.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τάπης — carpet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπήτων — τάπης carpet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπησι — τάπης carpet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπησιν — τάπης carpet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητα — τάπης carpet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητας — τάπης carpet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητες — τάπης carpet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητι — τάπης carpet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητος — τάπης carpet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek
αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] … Dictionary of Greek